- ἤπητρον
- ἤπ-ητρον, τό, in pl.,A mender's wages, POxy. 736.10 (i B.C./i A.D.), PTeb.120 Intr.(i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ήπητρον — ἤπητρον, το (Α) [ηπάομαι] πληθ. τα ἤπητρα η αμοιβή τού επιδιορθωτή … Dictionary of Greek